Ο πρόεδρος του τμήματος κοινωνιολογίας του Πανεπιστημίου Κρήτης, κ. Ιωάννης Ζαϊμάκης, μιλάει στο SoccerPlus για την μακροχρόνια μελέτη που έχει κάνει σε σχέση με την ταυτότητα και την κουλτούρα, που έχουν οι έλληνες οπαδοί. Παρατηρεί ότι τα περισσότερα αρνητικά φαινόμενα των δυτικών χωρών στον οπαδικό χώρο, έρχονται και στην χώρα μας και συμπεραίνει ότι ο οπαδισμός είναι μια απόδραση από τα προβλήματα της δύσκολης καθημερινότητας και ένα καταφύγιο συλλογικότητας . Μιλάει για τη σχέση των σωματίων με τους οπαδούς, ενώ μας παραθέτει τις προϋποθέσεις για να αρχίσουμε να βλέπουμε αγώνες χωρίς βία στα γήπεδα.
Ποια ήταν η αφορμή να πραγματοποιήσετε μια μακροχρόνια έρευνα για το φαινόμενο της οπαδικής κουλτούρας;
Αυτό που με έχει απασχολήσει είναι η εμφάνιση στην Ελλάδα ενός ιδιαίτερου κοινωνικού φαινομένου του νεανικού οπαδισμού που έρχεται στη χώρα μας με μια σχετική καθυστέρηση, σε σχέση με τις χώρες της Δύσης, στα χρόνια της μεταπολίτευσης. Η βία στους αθλητικούς χώρους συνδέεται με τον οπαδισμό αλλά και με άλλους κοινωνικούς και πολιτισμικούς παράγοντες. Επικεντρώθηκα στην ανθρωπολογική και πολιτισμική διάσταση του οπαδικού φαινομένου γιατί πιστεύω πως δεν έχει αναλυθεί και κατανοηθεί συστηματικά στη χώρα μας.
Μπορούμε να προσδιορίσουμε τα πιο σημαντικά συμπεράσματα αυτής της έρευνας;
Είναι πάρα πολλά και πολύ δύσκολα θα μπορούσαν να αποτυπωθούν μέσα σε μια συνέντευξη θα κρατήσω όμως τα εξής: Ο οπαδισμός συνιστά ένα ιδιαίτερο τύπο κοινωνικότητας από τα κάτω που δημιουργείται γύρω από νεανικούς πολιτισμούς αμφισβήτησης και συνδέεται με το διακαή πόθο του υποκειμένου της νεωτερικής κοινωνίας να ανήκει κάπου και να συμμετέχει στο παιχνίδι της συλλογικής ταυτότητας. Ο νεανικός οπαδισμός δεν είναι μονοδιάστατος, μπορεί να παρέχει ένα βήμα για συλλογικότητα, αλληλεγγύη, ταυτότητα, συλλογική δράση και πολιτισμική έκφραση στοιχεία που τείνουν να εξοβελίζονται στη σύγχρονη κοινωνική συμβίωση. Από την άλλη είναι ένας χώρος που μπορεί δυνητικά να ενισχύσει ενυπάρχουσες κοινωνικές στάσεις που συνδέονται με τη μισαλοδοξία, το φανατισμό, τον εθνικισμό , τη ξενοφοβία και το ρατσισμό. Η έκφραση συμβολικής, κατά βάση, βίας είναι αρκετά συνηθισμένη σε αυτούς τους νεανικούς κόσμους η μετατροπή της ωστόσο σε πραγματική βία ενισχύεται από ποικίλους κοινωνικούς και αθλητικούς παράγοντες: π.χ. η αίσθηση της διαφθοράς και του άνισου ανταγωνισμού στον ελληνικό ποδόσφαιρο ενισχύει την καχυποψία και υποθάλπει την έκρηξη βίας.
Μπορούμε να προσδιορίσουμε την αιτία που από τις δεκαετίες που στο γήπεδο κάθονταν χωρίς διαχωρισμούς οι οπαδοί των ομάδων, φτάσαμε στην περίοδο που, όχι μόνο κάθονται ξεχωριστά, αλλά αντιμετωπίζονται ως εισβολείς και πλέον στους αγώνες λαοφιλών ομάδων απαγορεύεται εντελώς η παρουσία οπαδών της εκάστοτε φιλοξενούμενης ομάδας;
Η ρομαντικοποιημένη άποψη πως κάποτε στην Ελλάδα υπήρχε ένας ποδοσφαιρικός παράδεισος στον αθλητισμό όπου οι οικογένειες απολάμβαναν χωρίς κανένα πρόβλημα τις αθλητικές και ιδίως τις ποδοσφαιρικές συναντήσεις δεν είναι ακριβής. Από έρευνες μας στους χώρους του αθλητισμού γνωρίζουμε πολύ καλά πως φαινόμενα βίας και παρέμβασης της αστυνομίας ή και του στρατού είχαμε από τα χρόνια του μεσοπολέμου στα οποία, μάλιστα, η παρουσία της γυναίκας ή της οικογένειας δεν ήταν καθόλου συνηθισμένη. Αυτό, ωστόσο, που άλλαξε τις τελευταίες δεκαετίες και μετά την επαγγελματοποίηση του ποδοσφαίρου είναι η ενίσχυση των ανταγωνισμών και της μισαλλοδοξίας που γεννούν βία σε συνδυασμό με τη διείσδυση οικονομικών παραγόντων με οργανωμένα συμφέροντα στο χώρο. Οι επενδύσεις στο ποδόσφαιρο ευνοούσαν την αναγνώριση και την συσσώρευση γοήτρου και κοινωνικού κεφαλαίου από τους ιδιοκτήτες των ΠΑΕ και σε συνδυασμό με τη δυνατότητα άντλησης κεφαλαίων από ευρωπαϊκούς πόρους δημιούργησε ένα διαφορετικό τοπίο αθλητικών ανταγωνισμών. Μέσα σε αυτό το ανταγωνιστικό περιβάλλον μέρος των κοινοτήτων οπαδών χρησιμοποιήθηκε από τις διοικήσεις των ΠΑΕ ως υπερασπιστές των σωματειακών αλλά και των ιδιαίτερων οικονομικών τους συμφερόντων. Η καλλιέργεια ενός κλίματος μισαλλοδοξίας και εχθρότητας ανάμεσα στους οπαδούς δημοφιλών σωματείων, που μονοπωλούσαν τους τίτλους στο ελληνικό ποδόσφαιρο, διαμορφώθηκε μέσα σε αυτό το περιβάλλον.
Είσαστε υπέρ ή κατά του μέτρου που απαγορεύει την μετακίνηση των οπαδών και γιατί;
Θεωρώ ότι η απαγόρευση της ελεύθερης μετακίνησης ενός ατόμου στο γεωγραφικό χώρο προκειμένου να παρακολουθήσει μια δραστηριότητα του ελεύθερου χρόνου σε μια σύγχρονη κοινωνία είναι ομολογία αποτυχιών. Καταλαβαίνω, από την άλλη πλευρά, τα προβλήματα βίας που έχουν παρατηρηθεί στις μετακινήσεις των οργανωμένων οπαδών. Οφείλουμε να γνωρίζουμε όλοι, και κυρίως οι φορείς λήψης αποφάσεων στον αθλητισμό, πως οι κατασταλτικές πολιτικές αντιμετωπίζουν το σύμπτωμα που είναι η βία αλλά δεν μπορούν να απαντήσουν στα βαθύτερα αίτια που παράγουν αυτές τις καταστάσεις βίας. Χρειαζόμαστε ένα άλλο αθλητικό πολιτισμό που θα καλλιεργηθεί μέσα στη γειτονιά, στο σχολείο, στην οικογένεια και ένα σοβαρό διάλογο με τις κοινότητες των οπαδών που απαιτεί τη βαθιά ανθρωπολογική γνώση της κουλτούρας τους.
Πώς κρίνετε τις φιλανθρωπικές δράσεις των οπαδών κατά την διάρκεια της καραντίνας σε νοσοκομεία και άπορους. Είναι ένα αληθινό κοινωνικό πρόσωπο ή είναι κίνηση για να ελαφρύνει οπαδικές αμαρτίες;
Εξαρτάται από τις ιδιαίτερες συλλογικότητες που τις οργανώνουν. Υπάρχουν φιλανθρωπικές δράσεις που λειτουργούν περισσότερο σαν κινήσεις εντυπώσεων που συχνά πατρονάρονται και από τους ιδιοκτήτες και τους παράγοντες της ομάδας για να ενισχύσουν το κοινωνικό πρόσωπο του σωματείου. Είναι πολιτικές προβολής της ταυτότητας του σωματείου που ξεκινούν από τα πάνω και οι οπαδοί λειτουργούν ως εκτελεστικά όργανα. Από την άλλη υπάρχουν πυρήνες οπαδών με αυξημένη κοινωνική συνείδηση και διάθεση αλληλεγγύης. Οι πυρήνες αυτοί δεν προσανατολίζονται τόσο στην αντίληψη της φιλανθρωπίας αλλά σε μια πολιτική λογική κοινωνικής αλληλεγγύης απέναντι σε ομάδες του πληθυσμού που πλήττονται σε περιόδους κρίσης. Είναι ριζοσπαστικές συλλογικότητες που έχουν αναπτυχθεί την τελευταία δεκαετία. Υπενθυμίζω, πως αντίστοιχες δράσεις είχαμε και στην περίοδο των πρώτων χρόνων του μνημονίου όταν συλλογικότητες οπαδών συμμετείχαν στις οργανωμένες δραστηριότητες των οργανώσεων της κοινωνικής και αλληλέγγυας οικονομίας (π.χ. κοινωνικά παντοπωλεία, συλλογική κουζίνα).
Κατά την διάρκεια των παραπάνω κοινωνικών δράσεων, είχαμε και προσφορά μασκών με οπαδικά λογότυπα. Η ενέργεια αυτή, εντάσσεται στις παραπάνω δραστηριότητες κοινωνικού χαρακτήρα ή είναι μια κίνηση με άλλους σκοπούς που ενδεχομένως να συντηρεί το κλίμα της βίας;
Πρόκειται για πρακτικές που είναι πιο κοντά στις πολιτικές ταυτότητας των σωματείων και υιοθετούν τη λογική της εταιρικής ευθύνης. Δεν μου φαίνεται παράδοξο αυτό. Τα διάφορα σωματεία χτίζουν κοινωνικό κεφάλαιο και επιχειρούν να ενισχύσουν τις σφαίρες επιρροής τους στην κοινωνία.
Πώς κρίνετε μια τάση No Politica που πριν μερικά χρόνια άρχισε να διαφημίζεται στον χώρο των οργανωμένων; Είναι μια προσπάθεια για να μην υπάρχουν αντιπαραθέσεις ανάμεσα σε νεοναζί και αναρχικούς οπαδούς της ίδιας ομάδας ή είναι ο προθάλαμος της ακροδεξιάς και γιατί;
Το No Politica είναι ένα μότο που χρησιμοποιείται από διεθνείς αθλητικούς οργανισμούς και έχει υιοθετηθεί και από τις εγχώριες αθλητικές αρχές είναι υποκριτικό. Ο σύγχρονος επαγγελματικός αθλητισμός εξαρτάται από τις πολιτικές αποφάσεις και ελέγχεται από κρατικούς θεσμούς και ισχυρούς υπερεθνικούς οργανισμούς. Στην Ελλάδα, μάλιστα, η αλληλοσύνδεση πολιτικής, οικονομικών συμφερόντων και επαγγελματικού αθλητισμού συνοδεύετε και από ένα πλέγμα σχέσεων πατρωνίας και χειραγώγησης του χώρου. Το ιδεολόγημα του No politica έχει συχνά χρησιμοποιηθεί από τον ακροδεξιό χώρο για να νομιμοποιήσει αυταρχικές πολιτικές και μορφές άσκησης βίας που βασίζονται σε σωβινιστικές, ρατσιστικές και γενετικές θεωρίες μεταφυσικού χαρακτήρα που δεν μπορούν να αποδοθούν με πολιτική επιχειρηματολογία. Ο ακροδεξιός λόγος υποστηρίζει υποκριτικά την ανάγκη να κρατήσουμε τον αθλητισμό μακριά από την πολιτική την ίδια ώρα που οι θιασώτες του πρωτοστατούν σε πολιτικές δράσεις προώθησης ρατσιστικών πολιτικών και συμπεριφορών μέσα και έξω από τα γήπεδα και έχουν εκλεκτικές διασυνδέσεις με γνωστές ακροδεξιές οργανώσεις. Όσο για τα μεγάλα αθλητικά σωματεία βλέπουν τους οπαδούς της ομάδας ως μια πηγή δύναμης αλλά και ως οι βασικούς πελάτες των αθλητικών προϊόντων τους, έχουν συμφέρον να προάγουν αυτή την στάση αποπολιτικοποίησης των οπαδών, της τυφλής προσήλωσης στην ομάδα που πρέπει να υπερβαίνει τις πολιτικές και κοινωνικές ταυτότητες των οπαδών. Προσωπικά βλέπω με θετικό τρόπο την προσπάθεια ριζοσπαστικοποίησης και πολιτικοποίησης μερίδας οπαδών και μου έχει κάνει εντύπωση ορισμένες εκδηλώσεις ενάντια στην ομοφοβία και το ρατσισμό που έχουν γίνει από τέτοιες συλλογικότητες. Θεωρώ πως μέσα από τέτοιες υβριδικές δράσεις, αδιανόητες πριν μια δεκαετία, μπορεί να οικοδομηθεί ένας εναλλακτικός αθλητικός πολιτισμός. Το πρόβλημα δεν είναι ο πολιτικά και κοινωνικά συνειδητοποιημένος οπαδός αλλά ο απολίτικ οπαδός που αρνείται βασικές αρχές του δημοκρατικού παιχνιδιού και υιοθετούν στάσεις κοινωνικού ρατσισμού εντός και εκτός γηπέδου.
Οι κοινωνικές ανισότητες, τα οικονομικά προβλήματα, η ανεργία και άλλα θέματα, π.χ. οικογενειακά προβλήματα, είναι πηγές που συντηρούν ή δημιουργούν τον χουλιγκανισμό;
Οι κοινωνικές και οικονομικές ανισότητες, οι ευέλικτες μορφές απασχόλησης, η ανεργία, η ανασφάλεια και η κοινωνική αδικία δημιουργούν αισθήματα δυσφορίας που συχνά βρίσκεται πίσω από τις κουλτούρες αμφισβήτησης των οπαδών. Η τυφλή αφοσίωση και η πίστη στην ιδέα της ομάδας είναι μια φαντασιακή απόδραση από κοινωνικά αδιέξοδα και ένα καταφύγιο συλλογικότητας σε μια κοινωνία που δεν δίνει ίσες ευκαιρίες σε όλους και συχνά λειτουργεί με μηχανισμούς κοινωνικού αποκλεισμού. Αυτό μπορεί να είναι ένα κοινωνικό υπόστρωμα πάνω στο οποίο κτίζεται το φαινόμενο του οπαδισμού και κάτω από ορισμένες προϋποθέσεις αυτό το φαινόμενο που, κάπως απλουστευτικά, ονομάζουμε χουλιγκανισμό. Ας προσέξουμε όμως γιατί η βία στους αθλητικούς χώρους είναι ένα σύνθετο φαινόμενο που συχνά έχει διαταξικά χαρακτηριστικά. Στις τάξεις των βίαιων οπαδών μπορείτε να βρείτε μέλη φτωχών και περιθωριοποιημένων κοινωνικών στρωμάτων που εκφράζουν και μεταβιβάζουν με ανορθόδοξο τρόπο στο χώρο του αθλητισμού καταπιεσμένα συναισθήματα και συσσωρευμένη κοινωνική δυσαρέσκεια. Χουλιγκάνος όμως μπορεί να είναι, στις ειδικές πολιτισμικές συνθήκες του «πολέμου των γηπέδων», ο ευυπόληπτος, ευκατάστατος νοικοκύρης της διπλανής πολυκατοικίας, ή και ο μεγαλοπαράγοντας που υποθάλπει με τις εμπρηστικές δηλώσεις του το κλίμα του τυφλού φανατισμού.
Στην Ελλάδα μετά την επιβολή των μνημονίων που έφεραν κοινωνικές αλλαγές, έχετε παρατηρήσει άνοδο του χουλιγκανισμού;
Δεν είδα κάποιες σημαντικές αλλαγές στην ένταση του φαινομένου. Αυτό που ίσως άλλαξε ήταν οι πολιτικές χρηματοδότησης του επαγγελματικού αθλητισμού και η οικονομική ύφεση που άλλαξε τα δεδομένα στο χώρο και συνέβαλε στην περαιτέρω υποβάθμιση της ποιότητας του θεάματος και στην ανακατανομή των συσχετισμών δύναμης των ισχυρών παιχτών του χώρου. Αυτές οι διαδικασίες με τη σειρά τους οδήγησαν σε νέες μορφές εντάσεων και οπαδικών αντιπαραθέσεων και συγκρούσεων στο πεδίο. Για παράδειγμα στα τελευταία χρόνια η οικονομική και αγωνιστική άνοδος του ΠΑΟΚ συνδυάστηκε με την αναζωπύρωση της παραδοσιακής αντιπαλότητας Βορρά/Νότου στο ελληνικό ποδόσφαιρο.
Το ότι σε χώρες όπως Ελβετία, Σουηδία, Λουξεμβούργο και άλλες, που το επίπεδο ζωής είναι αυξημένο, είναι τυχαίο ότι είναι σπάνιο το φαινόμενο της βίας ειδικά σε οπαδούς των ομάδων;
Τα προβλήματα βίας και χουλιγκανισμού υποκρύπτουν κοινωνική δυσαρέσκεια απέναντι στις συνθήκες διαβίωσης ιδιαίτερων κοινωνικών ομάδων. Η οικονομική κατάσταση και το επίπεδο ευημερίας των κοινωνιών που αναφέρατε είναι αναβαθμισμένο και αυτό καθρεπτίζεται και στο χώρο του αθλητισμού. Η βία σε αυτές τις χώρες είναι χαμηλότερης έντασης και η κουλτούρα που έχει διαμορφωθεί στους αθλητικούς κόσμους είναι πολύ διαφορετική από τη δική μας. Η τυφλή αφοσίωση και πίστη στην ομάδα δεν είναι μια υπέρτατη αξία. Οι κοινωνίες του αθλητισμού συμπυκνώνουν με ιδιαίτερο τρόπο ευρύτερες κοινωνικές καταστάσεις αντιθέσεις και αντιφάσεις. Μια πιο οργανωμένη κοινωνία που καλύπτει μεγάλο μέρος των αναγκών της είναι λογικό να έχει μεγαλύτερες πιθανότητες να έχει λιγότερα περιστατικά παραβατικότητας και ανομίας.
Η ευρωπαϊκή τάση για να κάνει το ποδόσφαιρο πιο μοντέρνο, πουλώντας ακριβά εισιτήρια σε όλες τις θύρες μέσω διαδικτύου, είναι ένας τρόπος αντιμετώπισης του φαινομένου;
Αυτή είναι μια πολιτική που εισήχθηκε στο ευρωπαϊκό ποδόσφαιρο από τα χρόνια του Θατσερισμού στο πλαίσιο της καταπολέμησης του αγγλικού χουλιγκανισμού. Μετέφερε τη βία έξω από τους αθλητικούς χώρους μέσα στην κοινωνία αλλά έδιωξε από τα γήπεδα ένα κομμάτι της εργατικής τάξης που παρακολουθούσε από τα πέταλα με φτηνό εισιτήριο τους αγώνες του «παιχνιδιού του λαού» φέρνοντας το πιο κοντά στην κουλτούρα της μεσαίας τάξης. Στην Ελλάδα τα δεδομένα είναι πολύ διαφορετικά. Το θέαμα και το επίπεδο του ανταγωνισμού στο ελληνικό πρωτάθλημα είναι υποβαθμισμένο και το επίπεδο των εισοδημάτων για το μέσο Έλληνα είναι χαμηλό για να ανταποκριθεί σε μια ενδεχόμενη αύξηση των εισιτηρίων.
Τελικά στην Ελλάδα τι έδιωξε τον κόσμο από τα γήπεδα; Η βία, το χαμηλό επίπεδο, η διαιτησία που αρκετές φορές έχει δώσει δικαιώματα για αρνητικά σχόλια, η ευκολία παρακολούθησης ενός αγώνα από την τηλεόραση ή ένας συνδυασμός πραγμάτων;
Είναι μια σειρά από παράγοντες που λειτουργούν συνδυαστικά. Σταχυολογώ μερικούς:
η γενικευμένη αίσθηση των φιλάθλων για τη διαφθορά του χώρου, την έλλειψη ισονομίας, την κυριαρχία των πελατειακών σχέσεων και του παραγοντισμού. Σε αυτήν την κατεύθυνση εντάσσεται και η έλλειψη εμπιστοσύνης στις διαιτητικές αποφάσεις και τα διαιτητικά σφάλματα που ωστόσο, πρέπει να τονίσουμε, γίνονται μέσα σε ένα περιβάλλον ασφυκτικών πιέσεων από διαφόρους φορείς εξουσίας. Το μέτριο ποδοσφαιρικό θέαμα, η προβλεψιμότητα των αποτελεσμάτων και η μονοπώληση των τίτλων από ελάχιστα σωματεία είναι ένας άλλο σημαντικός παράγοντας. Η κουλτούρα της βίας, της μισαλοδοξίας και του φανατισμού που έχουν αναπτυχθεί στους κόλπους μερίδας των οπαδών είναι απωθητική για ορισμένες κατηγορίες φιλάθλων. Τέλος, δεν πρέπει να παραλείψουμε και ένα ευρύτερο φαινόμενο της κοινωνίας της ύστερης νεωτερικότητας, η ανάπτυξη μιας κουλτούρας εικονικής αθλητικής κοινωνικότητας σε στέκια (καφετέριες, καφενεία, pub) ή στον ιδιωτικό χώρο που έχει, σε κάποιο βαθμό, αντικαταστήσει το παραδοσιακό πάθος των οπαδών για τη ζωντανή παρακολούθηση των αγώνων.
Οι διοικήσεις των ομάδων παίζουν ρόλο στο φαινόμενο του χουλιγκανισμού; Έχουμε διοικήσεις που διαχρονικά δεν έχουν πει καμία κακή κουβέντα για τους οπαδούς της ομάδας τους, αντίθετα μπορεί να τους αναφέρουν σε τοποθετήσεις τους, διοικήσεις που είναι ουδέτερες στο θέμα του χουλιγκανισμού κρατώντας αποστάσεις και διοικήσεις που έρχονται σε ευθεία ρήξη με αυτό το φαινόμενο χωρίς πάντα τα επιθυμητά γι’ αυτούς αποτελέσματα. Θέλετε να μου σχολιάσετε την κάθε περίπτωση ξεχωριστά και τις επιπτώσεις της; Υπάρχει ιδανικός τρόπος αντιμετώπισης μιας διοίκησης επί του θέματος για εσάς;
Οι διοικήσεις των ομάδων επιδιώκουν τον έλεγχο και την αξιοποίηση του ανθρώπινου κεφαλαίου και της συμβολικής δύναμης των οπαδών. Έχουν υπάρξει διαφορετικές στρατηγικές από τις διοικήσεις των ομάδων που σε κάθε περίπτωση συνδεόταν με την εικόνα που επιδίωκε ο κάθε ιδιοκτήτης να προβάλλει στην ευρύτερη κοινωνία. Οι σχέσεις των διοικήσεων με τους φιλάθλους και οπαδούς οφείλουν να είναι περισσότερο δημοκρατικές και λιγότερο πελατειακές και οι τελευταίοι να έχουν σημαντικό βαθμό αυτονομίας στις επιλογές τους. Εάν επιτευχθεί αυτό χρειαζόμαστε αλλαγές νοοτροπιών στη βάση των οπαδικών κόσμων, δράση για την κριτική συνειδητοποίηση των οπαδών, για να χρησιμοποιήσω ένα όρο του Βραζιλιάνου παιδαγωγού Πάολο Φρέιρε.
Υπάρχει περίπτωση να φτάσουμε στο σημείο να συνυπάρχουν ξανά ειρηνικά οπαδοί δυο μεγάλων ομάδων; Αν ναι ποιες είναι οι προϋποθέσεις και αν όχι γιατί;
Αυτή είναι μια δυνατότητα που προϋποθέτει μακροπρόθεσμο στρατηγικό συμμετοχικό σχεδιασμό στον οποίο θα πρέπει να συμμετάσχουν η αθλητική ηγεσία, παράγοντες των αθλητικών σωματείων, επιστήμονες, δημοσιογράφοι και οπωσδήποτε φίλαθλοι και οπαδοί. Εάν δεν διασφαλίσουμε το ειλικρινή διάλογο και το αναγκαίο κλίμα αλληλοκατανόησης και αμοιβαιότητας ανάμεσα στους αντίπαλους «κοινωνικούς παίκτες» και δεν διασφαλιστούν τα απαραίτητα μικρά αλλά σταθερά βήματα που θα προετοιμάσουν τις σημαντικές αλλαγές δεν θα έχουμε σημαντικά αποτελέσματα. Πάνω από όλα χρειάζεται μια οραματική αθλητική ηγεσία με ανθρωπολογική γνώση των ιδιαιτεροτήτων του χώρου που θα προσπαθήσει να διαμορφώσει ένα περιβάλλον συνεργασίας και θα βοηθήσει να κατανοηθεί το όφελος που θα έχει για τον ελληνικό αθλητισμό και για το ίδιο το αθλητικό παιχνίδι η συνύπαρξη οπαδών σε μεγάλες αθλητικές συναντήσεις. Οι απαγορευτικές πολιτικές που εφαρμόζονται τις τελευταίες δεκαετίες είναι ένα αναγκαίο κακό για την αντιμετώπιση της βίας στους αθλητικούς χώρους αλλά δεν είναι η λύση του. Ξέρω βέβαια πως το μονοπάτι που θα οδηγήσει στην συνύπαρξη οπαδών αντίπαλων ομάδων στα γήπεδα είναι ναρκοθετημένο με μισαλλοδοξία, φανατισμό και οπαδικό σωβινισμό αλλά αξίζει να προσπαθήσουμε. Η αξία της ενεργητικής συμμετοχής των θεατών στα αθλητικά παιχνίδια θα πρέπει να είναι ένα ζητούμενο στο σχεδιασμό αθλητικών πολιτικών στη χώρα μας.
Ακολουθήστε το SoccerPlus στο Google News