Οικονόμου στο “SP”: “Δεν θέλω να σκέφτομαι την ημέρα που δεν θα υπάρχει το γήπεδο της Λεωφόρου”

Print Friendly, PDF & Email

Ο συνιδρυτής της Belle Epoque, Ανδρέας Οικονόμου, μιλάει στο Soccer Plus με αφορμή την έκδοση του βιβλίου “Ντιέγκο Εμπιστευτικό”. Μας μεταφέρει στιγμές από την εκδήλωση του βιβλίου, σχολιάζει τις φορές που ο Μαραντόνα απασχόλησε τους ελληνικό φίλαθλο κοινό, μας αποκαλύπτει το επόμενο “πράσινο” βιβλίο της Belle Epoque, ενώ δεν παραλείπει να μας απαντήσει σε ερωτήσεις για την εντυπωσιακή έκδοση του βιβλίου “Λεωφόρος”.

-Ανδρέα ό,τι εκδόσεις κάνει η Belle Epoque είναι δουλειές εξαιρετικά προσεγμένες.
Στην περίπτωση του βιβλίου του Ντιέγκο Μαραντόνα, τι ήταν αυτό (πέρα από την
ιστορία του κορυφαίου ποδοσφαιριστή) που σε έπεισε ότι αυτό το βιβλίο πρέπει να
μεταφραστεί και να γίνει κομμάτι των εκδόσεων της Belle Epoque;

-Με κέρδισε με «το καλημέρα» ο ένας εκ των συγγραφέων του βιβλίου, ο Λουσιάνο Βερνίκε, με τον οποίο μοιραζόμαστε κοινές ανησυχίες για τη διάδοση της αθλητικής ιστορίας, μέσα από προσεγμένα έργα. Έχει εκδώσει περισσότερα από είκοσι βιβλία αθλητικού περιεχομένου,
αγαπάει παθολογικά αυτό που κάνει, έχει τρομερό μεράκι για έρευνα και ανακάλυψη
άγνωστων ιστοριών και επιθυμεί να ταξιδεύει σε όλο τον κόσμο, για να διαδίδει τις αξίες και
τις ιδέες των ποδοσφαιρικών ηρώων. Είναι ένας άνθρωπος που βάζεις μεμιάς στην καρδιά σου και χαίρομαι πολύ που, εκτός από το «Ντιέγκο: εμπιστευτικό», θα εκδώσουμε στα ελληνικά πολλά ακόμη βιβλία του.

Ακολούθως, με κέρδισε ο τρόπος γραφής και η αμεσότητα του επίσης συγγραφέα της έκδοσης, Φερνάντο Σινιορίνι. Είναι ακριβώς ό,τι λέει ο υπότιτλος του βιβλίου: ο άνθρωπος που γνώριζε τον Μαραντόνα καλύτερα από οποιονδήποτε άλλο. Η μεταξύ τους σχέση ήταν ιδιαίτερη (ο Σινιορίνι αποτέλεσε κατά κάποιον τρόπο μια πατρική φιγούρα για τον Ντιέγκο) και μέσα από το βιβλίο αυτό, σε μεταφέρει, με ένα πολύ ιδιαίτερο στιλ γραφής, στην άνοδο και την κάθοδο του θρυλικού ποδοσφαιριστή. Μέσα από άγνωστα στο ευρύ κοινό περιστατικά και σπαρταριστές ιστορίες.

– Η Belle Epoque είναι ένας πρωτοπόρος εκδοτικός οίκος, ειδικά στα βιβλία που
αφορούν την ιστορικά μεγαλύτερη ομάδα της Ελλάδας, τον Παναθηναϊκό. Όμως ένας απλός φίλαθλος, το πιθανότερο που θα θυμάται από τον Μαραντόνα σε σχέση με την Ελλάδα, είναι το διαφημιστικό πέρασμα του από τον Ολυμπιακό στο “Γ.
Καραϊσκάκης”. Αυτό είναι κάτι που το αναγνωρίζετε σαν γεγονός, είναι κάτι που δεν σας ενδιαφέρει ή το προσπερνάτε; Και αν ισχύσει το τελευταίο, μήπως το βιβλίο του Μαραντόνα είναι μια αρχή για βιβλία που θα έχουν ως επίκεντρο συμβολικά πρόσωπα και ομάδες από όλο το παγκόσμιο φάσμα;

-Δεν πιστεύω πως αυτό είναι που τελικά έμεινε στη φίλαθλη μνήμη της χώρας από τον
Μαραντόνα. Συνήθως τέτοια γεγονότα, που ξεκάθαρο στόχο έχουν τον προσηλυτισμό και την πρόσκαιρη εξύψωση των παθών του φανατικού μέρους της κερκίδας, σβήνουν και
ξεχνιούνται. Πιστεύω πως η όποια σύνδεση μπορεί να υπάρχει μεταξύ Ντιέγκο και Ελλάδας,
αφορά το ιστορικό παιχνίδι στο Μουντιάλ του ’94, αλλά και το ματς του ΠΑΟΚ με τη Νάπολι το ’88. Το ότι κάποτε ο Ντιέγκο συζητούσε τη μετεγγραφή του στον Παναθηναϊκό ή ότι
προσκλήθηκε στο Καραϊσκάκης από τον Ολυμπιακό μια δεκαετία μετά το τέλος της καριέρας
του, είναι πράγματα ελάσσονος σημασίας που δεν απασχολούν την πλειονότητα των
«Αργεντινόφιλων» και των «Ντιεγκόφιλων».

Όσον αφορά τα βιβλία-βιογραφίες σπουδαίων προσωπικοτήτων του ποδοσφαίρου, είναι
πράγματι κάτι που μας ενδιαφέρει πάρα πολύ. Και σύντομα θα ανακοινώσουμε μια ξεχωριστή βιογραφία, με πάρα πολλές αποκαλύψεις, για έναν ακόμη θρύλο του αγαπημένου μας σπορ, ο οποίος συνδέθηκε αληθινά με την Ελλάδα και όχι απλώς με την παρουσία του σε μια φιέστα.

– Προ ημερών έγινε μια πραγματικά εντυπωσιακή και λαμπερή
παρουσίαση του βιβλίου. Ο Πέτρος Λαγούτης, ο νέος προπονητής της Κηφισιάς
Γιάννης Αναστασίου, ο Θανάσης Κολιτσιδάκης, εκπρόσωπος από την πρεσβεία της
Αργεντινής καθώς και πολλοί ακόμα βρέθηκαν στην παρουσίαση. Ποιες ήταν οι
καλύτερες στιγμές στην παρουσίαση;

-Ήταν μια αξέχαστη εκδήλωση. Καταρχάς χάρηκα που είδα πάρα πολλούς γνωστούς, φίλους
της εκδοτικής, αλλά και δεκάδες ακόμη πρόσωπα που δεν γνώριζα, με τους οποίους μας ένωνε το πάθος για το ποδόσφαιρο στα χρόνια του Ντιέγκο.

Ο φιλόξενος χώρος του «Κήπου του Μουσείου» γέμισε ασφυκτικά και για δύο ώρες το
αίσθημα της νοσταλγίας ήταν διάχυτο στην αίθουσα. Οι στιγμές που χαράχτηκαν στη μνήμη
μου ήταν οι εξής:

Η βράβευση στον Γκαστόν Αλβαρέζ, στη μνήμη του θρυλικού πατέρα του, Όσκαρ Αλβαρέζ.

Η ομιλία του Φερνάντο Σινιορίνι και η ευκολία του να καθηλώνει το κοινό. Οι ομιλία του
«σταρ» της εκδήλωσης, Πέτρου Λαγούτη, και η τεράστια αγάπη του για τον Μαραντόνα. Οι
χιουμοριστικές ατάκες-αναμνήσεις του Γιάννη Αναστασίου και του Θανάση Κολιτσιδάκη.

Και φυσικά, η έκπληξη που μας έκανε ο καθηγητής, κ. Αλέξανδρος Κιτροέφ, ο οποίος μετά το πέρας της ομιλίας του, δώρισε στην Εκδοτική μια φανέλα της Αργεντινής από το Μουντιάλ του 1994, που είχε αγοράσει ο ίδιος από τις ΗΠΑ, πριν από το ιστορικό ματς Ελλάδα – Αργεντινή.

Πώς εξηγείς ότι παρά το γεγονός ότι ο Μαραντόνα έκανε καταστροφικές επιλογές, ο
κόσμος τον αγαπούσε με όλα τα ελαττώματα του; Δηλαδή όσοι απαντάνε στο
κλασικό ερώτημα Πελέ ή Μαραντόνα, από αυτούς που θα επιλέξουν τον Ντιέγκο,
ελάχιστοι θα το κάνουν με καθαρά ποδοσφαιρικά κριτήρια. Ποιο ήταν αυτό το
στοιχείο λοιπόν; 

Οι επιλογές αυτές είναι μέρος του «πακέτου Ντιέγκο». Θυμίζουν σε όλους μας ότι δεν υπάρχει η απόλυτη τελειότητα, πουθενά στη φύση. Φωτίζουν την ανθρώπινη υπόσταση, με όλες τις αδυναμίες, τα πάθη, τους δαίμονες που κουβαλάει ο καθένας μας – ακόμη και ο καλύτερος ποδοσφαιριστής του κόσμου.

Οπότε νομίζω πως αυτό ήταν το στοιχείο που έκανε τον Μαραντόνα τόσο αγαπητό: ότι δεν
ήταν «τυποποιημένος», όπως οι σύγχρονοι ποδοσφαιριστές, που πολλές φορές μοιάζουν σαν
να βγήκαν από το εργοστάσιο ποδοσφαίρου.

Ήταν αυτός που ήταν. Και το έδειχνε δίχως δισταγμό. Με τους εθισμούς του και τις δυσκολίες στη ζωή. Αλλά και με τις πεποιθήσεις του, τις ιδέες, τη φιλοσοφία του, που δεν δίσταζε να τις εκφράζει δημόσια, παρά τη δυσφορία που προκαλούσε στους «άρχοντες» του ποδοσφαίρου.

Όλα αυτά, σε συνδυασμό με το τεράστιο ταλέντο του, με το ταπεραμέντο του, με το αέρινο
στιλ του, με τους φριχτούς τραυματισμούς που ξεπέρασε, είναι οι λόγοι που έγινε τόσο
αγαπητός, στον βαθμό να θεωρείται Θεός σε δύο χώρες και ίνδαλμα παγκοσμίως.

– Ο Χουάν Ραμόν Ρότσα, όπως ο ίδιος αποκάλυψε, είχε συζητήσει με τον Γιώργο
Βαρδινογιάννη το ενδεχόμενο απόκτησης του Μαραντόνα από τον Παναθηναϊκό,
μετά τη λήξη του συμβολαίου του με την Σεβίλλη. Και πώς απέρριψε αυτό το
ενδεχόμενο, καθώς ο Μαραντόνα ποδοσφαιρικά, δεν ήταν ο ίδιος. Όσο αγαπητός και αν είναι ο Ρότσα πώς κρίνεις αυτή την επιλογή, τόσο με την ιδιότητα του συγγραφέα – ιστορικού, όσο και με την ιδιότητα του απλού φιλάθλου;

-Με την ιδιότητα του φιλάθλου, εννοείται πως θα ήθελα –όπως όλοι μας– να δω, έστω και για ένα ματς, τον κορυφαίο όλων των εποχών να φοράει την πράσινη φανέλα με το τριφύλλι. Σε όποια κατάσταση κι αν ήταν.

Ωστόσο, με την ιδιότητα του μελετητή της ιστορίας (δηλαδή κρίνοντας με βάση τα δεδομένα
που τότε ίσχυαν), κατανοώ την απόφαση του Ρότσα. Καταρχάς ήταν ένας «άλλος Μαραντόνα», που δεν ξέρω αν είχε να προσφέρει κάτι επιπλέον αγωνιστικά. Επιπροσθέτως, ο ερχομός μίας «ντίβας» τέτοιου μεγέθους, ενδεχομένως να προκαλούσε αναστάτωση στα αποδυτήρια.

Τέλος, ένα ακόμη κριτήριο, το οποίο ίσως ο πιο αρμόδιος θα ήταν να το απαντήσει ο ίδιος ο
Ρότσα σε μία μελλοντική παρουσίαση του βιβλίου, έχει να κάνει με το πόσο πολλά σημαίνει ο
Ντιέγκο στην πατρίδα του. Για κάθε Αργεντινό, ο Μαραντόνα είναι μέρος της κουλτούρας του.

Είναι μια προσωπικότητα που λατρεύεται όσο καμία άλλη. Και σίγουρα ο Ρότσα δεν θα ήθελε
να αποτελέσει ο ίδιος την αιτία να παίξει ο Ντιέγκο ποδόσφαιρο στην Ελλάδα, σε τόσο κακή
αγωνιστική κατάσταση που τότε βρισκόταν.

-Υπάρχει και ένα άλλο σχετικά καινούριο βιβλίο που«τρέχει» από την Belle Epoque, το βιβλίο της Λεωφόρου. Εκτιμάς ότι η φερόμενη μετακόμιση του Παναθηναϊκού στον Βοτανικό με το παράλληλο γκρέμισμα της Λεωφόρου, κάνει ακόμα πιο ιστορική και απαραίτητη την ύπαρξη ενός τέτοιου βιβλίου; Μήπως ήταν αυτό το γεγονός που αποτέλεσε και την σπίθα για να δημιουργηθεί το βιβλίο αυτό;

Προσωπικά επιλέγω να μη σκέφτομαι τη στιγμή που δεν θα υπάρχει το γήπεδο της Λεωφόρου. Είναι κάτι που με πονάει πάρα πολύ. Παρ’ όλα αυτά, σίγουρα το βιβλίο (το οποίο πιστεύω ότι συμπεριλαμβάνει όλα όσα πρέπει να γνωρίζει κάθε φίλαθλος για το «σπίτι» του
Παναθηναϊκού) μπορεί να αποτελέσει αυτό που λέμε «να μείνει κάτι πίσω».

Να κρατήσουμε όρθια, έστω την ιστορία ενός γηπέδου που είναι… πολλά περισσότερα από ένα γήπεδο. Πάντως, όχι, το ενδεχόμενο κατεδάφισης της Λεωφόρου δεν ήταν αυτό που πυροδότησε την έκδοση του βιβλίου. Στόχος εξαρχής ήταν να κυκλοφορήσει στα 100 χρόνια του γηπέδου και έτσι, η δημιουργία του βιβλίου ξεκίνησε πολλά χρόνια πριν (σχεδόν δεκαετία), δηλαδή πολύ προτού προχωρήσει σε βάθος το πρότζεκτ της Διπλής Ανάπλασης.

-Το βιβλίο “Λεωφόρος” είναι μια πολυτελή έκδοση με σκληρό εξώφυλλο και 612
σελίδες. Κάτι που αυτόματα μετακυλίεται και στην τιμή του βιβλίου και το
κατατάσσει ως την πιο ακριβή έκδοση της Belle Epoque. Το κόστος αγοράς παρά την εκπληκτική δουλειά, λειτούργησε αρνητικά στην πώληση του βιβλίου; Σε
προβλημάτισε αυτό; Σκέφτηκες να το βγάλεις π.χ. σε δύο εκδόσεις, μια την
υπάρχουσα και άλλη μια με λιγότερο υλικό, αλλά σαφώς πιο προσιτή οικονομικά;

-Υπήρξε η σκέψη να βγει το βιβλίο τόσο σε σκληρόδετη, πολυτελή έκδοση, όσο και σε μία απλή soft cover έκδοση, που να είναι πιο προσιτή οικονομικά. Όμως, για τη Λεωφόρο μιλάμε!

Όπως δεν έγιναν «εκπτώσεις» στην κατασκευή του γηπέδου αυτού, σε απίστευτα δύσκολες
εποχές, μέσα σε πολέμους, φτώχεια και τραγικές συνθήκες, έτσι και για το βιβλίο που θα
περιέχει την ιστορία αυτού του ιερού –για κάθε φίλο του Παναθηναϊκού– χώρου, δεν
χωρούσαν «εκπτώσεις» στην πρώτη ύλη.

Όταν βγάζεις μια έκδοση για τη Λεωφόρο, οφείλεις να παρουσιάσεις το καλύτερο δυνατό
αποτέλεσμα. Τόσο στην έρευνα-συγγραφή (που όπως προείπα διήρκεσε δέκα χρόνια) όσο και στην παραγωγή. Έτσι, επιλέξαμε να προβούμε σε μια μεγάλη επένδυση σε δέσιμο, σε
πολυτελές χαρτί κ.λπ. Υπέρβαση έγινε ακόμη και σε λεπτομέρειες που δεν πιάνει αμέσως το
μάτι του μέσου αναγνώστη (όπως πχ στη φόδρα που ντύνει το βιβλίο).

Τώρα ως προς το αν η τιμή της έκδοσης λειτούργησε ανασταλτικά στις πωλήσεις, η απάντηση είναι όχι. Σίγουρα αν ήταν πιο οικονομικό (και κατά συνέπεια, λιγότερο ποιοτικό) θα έτρεχαν πιο γρήγορα οι πωλήσεις, κάτι που προφανώς εμπορικά θα μας συνέφερε. Όμως είναι ένα διαχρονικό βιβλίο, το οποίο, αυτός που θέλει πραγματικά να το πάρει, θα το πάρει.

Και γι’ αυτόν τον λόγο, οι πωλήσεις του συνεχίζονται με τον ίδιο σταθερό ρυθμό, μέχρι και τώρα που μιλάμε, σχεδόν έναν χρόνο έπειτα από την έκδοσή του.

– Υπάρχει κάποια επόμενη έκδοση την οποία ήδη ετοιμάζεις; Θα μπορούσες να μας
αποκαλύψεις κάτι από το επόμενο project της Belle Epoque; 

Το επόμενο βιβλίο μας τιτλοφορείται «Έτσι αγαπούν οι ποιητές», συγγραφέας του είναι ο
Άγγελος Σκλαβουνάκης και αφορά την ιστορία όλων των συνθημάτων του Παναθηναϊκού.

Από το πρώτο ως το τελευταίο. Πρόκειται για φοβερή έρευνα, που μας ταξιδεύει σε εποχές που δεν προλάβαμε, αλλά και στα χρόνια της νιότης μας. Μας θυμίζει μελωδίες, σκοπούς, στίχους που όλοι έχουμε σιγοτραγουδήσει – ή ουρλιάξει με όλη μας την ψυχή. Το εντυπωσιακό είναι πως ο Άγγελος δεν παρουσιάζει απλώς όλα τα συνθήματα, αλλά και την ιστορία πίσω από αυτά.

Σε ποια παιχνίδια πρωτοτραγουδήθηκαν, σε ποιες εκδρομές γράφτηκαν, από ποια τραγούδια
είναι επηρεασμένα, και άλλες δεκάδες συναρπαστικές λεπτομέρειες. Πιστεύω πως μέσα στον
Αύγουστο θα είναι διαθέσιμο στα γνωστά σημεία πώλησης (βιβλιοπωλεία, e-shops, μπουτίκ
Παναθηναϊκού, vivliapao.gr).

Ακολουθήστε το SoccerPlus στο Google News

Καμία δημοσίευση για προβολή